- ὑψικόλωνον
- ὑψικόλωνοςhighmasc/fem acc sgὑψικόλωνοςhighneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψικόλωνος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑψικόλωνον τραχεῑαν, ὑψηλήν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κολωνός «λόφος»] … Dictionary of Greek